- νεωτεροποιία
- νεωτεροποιΐα, ἡ (ΑΜ) [νεωτεροποιός]μσν.στάση, κίνημα, επαναστατική κίνησηαρχ.το νεωτεριστικό πνεύμα («δείσαντες τῶν Άθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιΐαν», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεωτεροποιία — νεωτεροποιίᾱ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc/acc dual νεωτεροποιίᾱ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεροποιίᾳ — νεωτεροποιίαι , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc pl νεωτεροποιίᾱͅ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεροποιίας — νεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem acc pl νεωτεροποιίᾱς , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεροποιίαι — νεωτεροποιία revolutionary spirit fem nom/voc pl νεωτεροποιίᾱͅ , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεροποιίαν — νεωτεροποιίᾱν , νεωτεροποιία revolutionary spirit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτεροποιίαις — νεωτεροποιία revolutionary spirit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)